Перевод: со всех языков на русский

φεύγω (πετώντας)

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • συναφίπταμαι — Μ φεύγω πετώντας μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀφίπταμαι «φεύγω πετώντας»] …   Dictionary of Greek

  • αναπέτομαι — ἀναπέτομαι και ποιητ. ἀμπέταμαι και μτγν. ἀναπετῶμαι (Α) 1. πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας 2. φεύγω βιαστικά, εξαφανίζομαι 3. σκιρτώ από χαρά, τρόμο κ.λπ., και μτφ. είμαι έτοιμος να πετάξω …   Dictionary of Greek

  • αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • εξαφίπταμαι — ἐξαφίπταμαι (Μ) [αφίπταμαι] 1. φεύγω πετώντας 2. φεύγω γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • αφίπταμαι — ἀφίπταμαι (Α) [ίπταμαι] φεύγω πετώντας …   Dictionary of Greek

  • προαναπέτομαι — Α πετώ από κάπου προηγουμένως ή πετώ πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναπέτομαι «πετώ προς τα πάνω, φεύγω πετώντας»] …   Dictionary of Greek

  • συναναπέτομαι — Α φτερουγίζω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναπέτομαι «πετώ προς τα πάνω, φεύγω πετώντας»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»